- ἀσπιδιώτης
- ἀσπιδιώτηςshield-bearingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπιδιώτης — ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α) ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται… … Dictionary of Greek
ἀσπιδιωτῶν — ἀσπιδιώτης shield bearing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδιῶται — ἀσπιδιώτης shield bearing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδιώταις — ἀσπιδιώτης shield bearing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδιώτην — ἀσπιδιώτης shield bearing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδιώτῃ — ἀσπιδιώτης shield bearing masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδιώτας — ἀσπιδιώτᾱς , ἀσπιδιώτης shield bearing masc acc pl ἀσπιδιώτᾱς , ἀσπιδιώτης shield bearing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ἀσπιδιώταν — ἀσπιδιώτᾱν , ἀσπιδιώτης shield bearing masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)